καπνοδόκη — smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek
καπνοδόκην — καπνοδόκη smoke receiver fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδόκης — καπνοδόκη smoke receiver fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδόχη — καπνοδόκη smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδόχην — καπνοδόκη smoke receiver fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδόχης — καπνοδόκη smoke receiver fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* … Dictionary of Greek
καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] … Dictionary of Greek
καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… … Dictionary of Greek
καπνούχος — καπνοῡχος, ὁ (Α) η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολ ιούχος, τροπαι ούχος] … Dictionary of Greek